προσθαλασσώνω

προσθαλασσώνω
προσθαλάσσωσα, προσθαλασσώθηκα, προσθαλασσωμένος, κατεβάζω υδροπλάνο ή διαστημόπλοιο στην επιφάνεια της θάλασσας: Το υδροπλάνο προσθαλασσώθηκε ομαλά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσθαλασσώνω — προσθαλασσώνω, προσθαλάσσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσθαλασσώνω — Ν κατεβάζω ομαλά υδροπλάνο ή άλλη πτητική μηχανή στην επιφάνεια τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θάλασσα + κατάλ. ώνω] …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσθαλάσσωση — η, Ν [προσθαλασσώνω] η ομαλή κάθοδος υδροπλάνου ή άλλης πτητικής μηχανής ή διαστημοπλοίου στην επιφάνεια τής θάλασσας …   Dictionary of Greek

  • προσυδατώνω — Ν [ὑδατώνω] προσθαλασσώνω υδροπλάνο ομαλά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”