- προσθαλασσώνω
- προσθαλάσσωσα, προσθαλασσώθηκα, προσθαλασσωμένος, κατεβάζω υδροπλάνο ή διαστημόπλοιο στην επιφάνεια της θάλασσας: Το υδροπλάνο προσθαλασσώθηκε ομαλά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.